- αιένυπνος
- αἰένυπνος, -ον (Α)αυτός που παρέχει αιώνιο ύπνο (επίθ. τού θανάτου).[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὲν* + ὕπνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰένυπνος — giving eternal sleep masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰένυπνον — αἰένυπνος giving eternal sleep masc/fem acc sg αἰένυπνος giving eternal sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek